Πέμπτη 8 Δεκεμβρίου 2016

ΕΡΩΤΑΣ ΚΑΙ ΖΗΛΙΑ

Ο έρωτας και η ζήλια ήταν τα θέματα  της συνάντησης της ομάδας  Φιλαναγνωσίας του Γυμνασίου μας, την Παρασκευή, 2 Δεκεμβρίου. Για το πρώτο, το θέμα του έρωτα, εκτός από τη συγγραφέα  Μάγια Δεληβοριά, μίλησε μέσα από το Μονόγραμμα ο Οδυσσέας Ελύτης (το ποιητικο έργο παρατίθεται παρακάτω). Τα λόγια ήταν περιττά...
Στο θέμα της ζήλιας ωστόσο τα λόγια ήταν απαραίτητα. Αφού απολαύσαμε το καλογραμμένο κείμενο, εντοπίσαμε  τη ζήλια στην καθημερινότητά μας και ανταλλάξαμε ιδέες για τις αιτίες, τις συνέπειες και τη διαχείρισή της. Και λίγο θέατρο, ως συνήθως,  ολοκλήρωσε τη συνάντησή μας, καθώς παίξαμε σπαρταριστές σκηνές "καθημερινής ζήλιας". Ωραία λύση, παιδιά! Το γέλιο είναι ένας καλός οδηγός, ακόμα κι όταν μας πιάνουν οι "ζήλιες μας"....

Να ευχαριστήσουμε θερμά τις μαμάδες, που παρά το φόρτο των υποχρεώσεών τους, νοστιμίζουν τις μεσημεριανές συναντήσεις της ομάδας μας!  Για άλλη μια φορά ευχαριστούμε πολύ τη μαμά της Γεωργίας Λ, της Κωνσταντίνας Μ.  και του Νικόλα Δ.!!

Οδυσσέας Ελύτης, «Το Μονόγραμμα»

ΙΙΙ. 
Έτσι μιλώ για σένα και για μένα

Επειδή σ’ αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ’ αχανή
σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά -- κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μεσ’ από φεγγαρά περάσματα και κρυφές της θάλασσας
στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουνε

Ακουστά σ’ έχουν τα κύματα
Πώς χαιδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λες ψιθυριστά το "τι" και το "ε"
Τριγύρω στο λαιμό στον όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά

Πάντα εσύ τ’ αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό
πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά
Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, το νερό που κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά
που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ’ αγαπώ καί σ’ αγαπώ
Πάντα εσύ τό νόμισμα καί εγώ η λατρεία που το
εξαργυρώνει:

Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ ουρανού με τ’ άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν’ αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’ αλλού φερμένο
Δεν τ’ αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ για σένα και για μένα.

ΙV.

Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ’ ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα, μ’ ακούς
Τό χαμένο μου το αίμα και το μυτερό, μ’ ακούς
Μαχαίρι
Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ’ακούς
Είμ’ εγώ, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, μ’ ακούς
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σου φορώ
Το λευκό νυφικό τής Οφηλίας, μ’ ακούς
Πού μ’ αφήνεις, πού πας και ποιος, μ’ ακούς

Σου κρατεί το χέρι πάνω απ’ τους κατακλυσμούς

Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες
Θα’ ρθει μέρα, μ’ ακούς
Να μας θάψουν, κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μας κάνουν πετρώματα, μ’ ακούς
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ’ ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει

Στα νερά ένα – ένα, μ’ ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ ακούς
Κι είναι ο χρόνος μιά μεγάλη εκκλησία, μ’ ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες
Των Αγίων
Βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ’ ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ’ ακούς

Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας καί, μ’ ακούς
Της αγάπης
Μιά για πάντα το κόψαμε
Και δέν γίνεται ν’ ανθίσει αλλιώς, μ’ ακούς
Σ’ άλλη γη, σ’ άλλο αστέρι, μ’ ακούς
Δεν υπάρχει τό χώμα , δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ ακούς

Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’ άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ ακούς
Μές στή μέση της θάλασσας
Από το μόνο θέλημα της αγάπης, μ’ ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά καί ποιος κλαίει – ακούς;
Ποιος γυρεύει τον άλλο, ποιος φωνάζει – ακούς;
Είμ’ εγώ που φωνάζω κι είμ’ εγώ που κλαίω, μ’ ακούς
Σ’ αγαπώ, σ’ αγαπώ μ’ ακούς.
[Οδ. Ελύτης, Το Μονόγραμμα, Ίκαρος Αθήνα, 2008, σ.17-19]



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου